Αἰσχυλίνου

Αἰσχυλίνου
Αἰσχύλινος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λέσχης — (μέσα 7ου αι. π.Χ.). Επικός ποιητής από τη Λέσβο. Ήταν γιος του Αισχυλίνου. Έγραψε το έπος Μικρά Ιλιάς, όπου αφηγείται τα γεγονότα του Τρωικού πολέμου, από τη διαμάχη για τα όπλα του Αχιλλέα έως την είσοδο του Δούρειου Ίππου στην Τροία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”